- γλαύξ, γλαυκός
- ἡ N 3 3-0-0-0-0=3 Lv 11,16.19; Dt 14,15owl
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
γλαυκός — γλαύξ the little owl fem gen sg (attic) γλαυκός gleaming masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαῦκος — γλαύξ the little owl fem gen sg (attic) γλαῦκος fish of grey colour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκα — και γλαύξ (γλαυκός), η (AM γλαύξ, Α και γλαῡξ) 1. η κουκουβάγια, νυκτόβιο αρπακτικό τής τάξης γλαυκόμορφα ή στιγγόμορφα 2. φρ. «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», «γλαῡκ Ἀθήναζε», «γλαῡκ ἐς Ἀθήνας» παρουσιάζει ως νέο κάτι πασίγνωστο, κάνει κάτι εντελώς… … Dictionary of Greek
γλαύκων — γλαύξ the little owl fem gen pl (attic) γλαΰκων , γλαύξ the little owl fem gen pl γλαῦκος fish of grey colour masc gen pl γλαυκόω dye blue grey imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γλαυκόω dye blue grey imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκῶν — γλαύξ the little owl fem gen pl (attic) γλαυκός gleaming fem gen pl γλαυκός gleaming masc/neut gen pl γλαυκόω dye blue grey pres part act masc voc sg (doric aeolic) γλαυκόω dye blue grey pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) γλαυκόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαῦκε — γλαύξ the little owl fem nom/voc/acc dual (attic) γλαῦκος fish of grey colour masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Glaukonit — Chemische Formel (K,Na)(Fe3+,Al,Mg)2(Si,Al)4O10(OH)2 Mineralklasse Schichtsilikate (Phyllosilikate) mit Glimmertafeln, zusammengesetzt aus tetrahedralen oder octahedr … Deutsch Wikipedia
γλαυκίδιον — γλαυκίδιον, το (Α) 1. μικρός γλαύκος 2. μικρή γλαυξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαύκος, με τη σημ. 1 και < γλαυξ, με τη σημ. 2] … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek
γλαῦκ' — γλαῦκα , γλαύξ the little owl fem acc sg (attic) γλαῦκι , γλαύξ the little owl fem dat sg (attic) γλαῦκε , γλαύξ the little owl fem nom/voc/acc dual (attic) γλαῦκε , γλαῦκος fish of grey colour masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)